μοίραρχος

μοίραρχος
ο
1) капитан жандармерии; 2) командир артдивизиона; 3) мор. командир эскадры

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μοίραρχος" в других словарях:

  • μοίραρχος — ο 1. ναυτ. ανώτερος αξιωματικός τού πολεμικού ναυτικού, συνήθως πλοίαρχος, ο οποίος διοικεί μία μοίρα στόλου 2. στρ. διοικητής μοίρας πυροβολικού, ο οποίος φέρει συνήθως τον βαθμό τού αντισυνταγματάρχη 3. (σώμ. ασφ.) βαθμός αξιωματικού τής… …   Dictionary of Greek

  • μοίραρχος — ο αξιωματικός της αστυνομίας που ο βαθμός του αντιστοιχεί με του λοχαγού του στρατού ξηράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • μοιραρχία — η 1. το αξίωμα τού μοιράρχου 2. περιοχή δικαιοδοσίας τού μοιράρχου 3. οίκημα όπου εδρεύει ο μοίραρχος και τα γραφεία τής υπηρεσίας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοίραρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

  • μοιραρχικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μοιραρχία ή στον μοίραρχο 2. το ουδ. ως ουσ. το μοιραρχικό ναυτ. το σήμα τού αρχηγού τής μοίρας που υψώνεται στο επιστήλιο τού πρωραίου συνήθως ιστού τού πολεμικού πλοίου στο οποίο επιβαίνει μοίραρχος.… …   Dictionary of Greek

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

  • μοιραρχίς — η πολεμικό πλοίο στο οποίο επιβαίνει ο διοικητής τής μοίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοίραρχος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ναυαρχ ίς). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • υπομοίραρχος — ο, Ν (παλαιότερα) αξιωματικός τής χωροφυλακής με βαθμό αμέσως κατώτερο από τού μοιράρχου, ο οποίος αντιστοιχεί με τον βαθμό τού υπαστυνόμου Α τής Ελληνικής Αστυνομίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + μοίραρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • Νικόδημος, Κωνσταντίνος — Αγωνιστής του 1821 από τα Ψαρά. Το 1823 πήρε μέρος στη ναυμαχία του Τρίκκερι, όπου με κίνδυνο της ζωής του έκαψε το πυρπολικό του. Επίσης, στη ναυμαχία της Λέσβου (1824) πυρπόλησε τουρκική κορβέτα. Μετά την απελευθέρωση κατατάχτηκε στο Ναυτικό… …   Dictionary of Greek

  • Πιτυκάκης, Μανόλης — (1898 – 1981). Λαογράφος από την Κρήτη. Αποφοίτησε από τη Σχολή Αξιωματικών Χωροφυλακής ως ανθυπομοίραρχος αλλά αποτάχθηκε το 1935, μετά το κίνημα του Ελ. Βενιζέλου, ως μοίραρχος. Το 1941 ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία και διορίστηκε διευθυντής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»